προσθηλιάζω

προσθηλιάζω
Ν
(σχετικά με τα αρνιά και τα μικρά κατσίκια) αφήνω κοντά στις μανάδες για θηλασμό («πενήντα αρνιά προσθήλιασε μέσ' στην τσαγαρομάντρα», Κ. Κρυστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + θηλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”